καφετζής — ο θηλ. ού (λ. τουρκ.) 1. αυτός που πουλάει καφέδες, ο ιδιοκτήτης καφενείου. 2. ειδ. το θηλ., καφετζού γυναίκα που μαντεύει κοιτώντας τα απομεινάρια του καφέ σε φλιτζάνια που περιείχαν αφέψημά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ilias Kafetzis — Ilias G. Kafetzis ( el. Ηλίας Γ. Καφετζής) was a Greek athlete. He competed at the 1896 Summer Olympics in Athens.Kafetzis was one of 17 athletes to start the marathon race. He was one of the seven runners that dropped out of the race.External… … Wikipedia
Ilias Kafetzis — Ilias G. Kafetzis (griechisch Ηλίας Γ. Καφετζής, * unbekannt; † unbekannt) war ein griechischer Leichtathlet. Kafetzis nahm an den Olympischen Sommerspielen 1896 in Athen teil. Er war einer der 17 Starter des olympischen Marathons. Den… … Deutsch Wikipedia
Kafetzis — Ilias G. Kafetzis (griechisch: Ηλίας Γ. Καφετζής; * unbekannt; † unbekannt) war ein griechischer Leichtathlet. Sportliche Laufbahn Kafetzis nahm an den Olympischen Sommerspielen 1896 in Athen teil. Er war einer der 17 Starter des olympischen… … Deutsch Wikipedia
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
καφεπώλης — ο 1. αυτός που πουλάει καφέ 2. αυτός που σερβίρει καφέ, ο ιδιοκτήτης καφενείου, ο καφετζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ … Dictionary of Greek
cafea — CAFEÁ, (2) cafele, s.f. 1. (Cu sens colectiv) Sămânţa arborelui de cafea. 2. Băutură preparată din cafea (1) prăjită şi râşnită sau dintr un surogat. – Din tc. kahve, ngr. kafés, fr. café. Trimis de valeriu, 01.02.2003. Sursa: DEX 98 CAFEÁ s. v … Dicționar Român
καφεπώλης — ο αυτός που πουλάει καφέδες, ο ιδιοκτήτης καφενείου, ο καφετζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)